ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ακονίζω (ρ.) ακονίζω [akoˈnizo] Αξ., Γούρδ., Σινασσ., Φλογ. ακονίζου [akoˈnizu] Μισθ. 'κονίζω [konizo] Φάρασ. Παρατατ. ακόνιζα [aˈkoniza] Αξ. Αόρ. ακόντσα [aˈkondsa] Αξ. Από το μεσν. ρ. ἀκονίζω, το οπ. από το αρχ. ρ. ἀκονάω-ῶ με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ίζω.
Ακονίζω, τροχίζω ό.π.τ. : Έγελφη, χασάπης ακόνιζ̑' τα μαχαίρια, γούλτω με (Αδελφή, ο χασάπης ακόνιζε τα μαχαίρια του, σώσε με) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Το δερπάν’ το ακόνιζαμ’ (Το δρεπάνι το ακονίζαμε) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Η μαρκάλτσα, σώστου να 'κονέσει τα δανdάρε τ'ς τσ̑αι να βγκει, θωρεί τι κανείς τζ̑ό 'νι (Η δράκαινα, μέχρι να ακονίσει τα δόντια της και να βγει, βλέπει ότι δεν είναι κανένας) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Φρ. 'κόνεσ' τα δανdάρε σ'! (Ακόνισε τα δόντια σου!˙ Ειρων., σε όσους αδίκως περιμένουν κάτι) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Σήκω Αγιώρ’ αφέντη μου, και το νερό αφρίζει
και δράκος τα δονdάκια του για μένα τ’ ακονίζει
(Σήκω Άη Γιώργη αφέντη μου, και το νερό αφρίζει
και o δράκος τα δοντάκια του για μένα τ’ ακονίζει)
Σινασσ. -ΚΜΣ-Τραγ.
Συνών. γιαλαΐζω, κιοστραντίζω, κιοστρελεντίζω, μπιλεντίζω