άκληρος
(επίθ.)
άκληρος
[ˈakliros]
Σινασσ.
ανάκληρος
[aˈnakliros]
Σινασσ.
ανάκλερος
[aˈnakleros]
Σινασσ.
Από το αρχ. επίθ. ἄκληρος. Βλ. και ΙΛΝΕ, λ. ἄκληρος.
2. Δυστυχής, κακόμοιρος, απόκληρος, ταλαίπωρος
Συνών.
αγμάλωτος, ζαλίμης :3, καημένος, ντερτλούς :3, πελέκι, σεφίλι