ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άκληρος (επίθ.) άκληρος [ˈakliros] Σινασσ. ανάκληρος [aˈnakliros] Σινασσ. ανάκλερος [aˈnakleros] Σινασσ. Από το αρχ. επίθ. ἄκληρος. Βλ. και ΙΛΝΕ, λ. ἄκληρος.
1. Άτεκνος : Απέθανε ανάκληρος (Πέθανε άκληρος) Σινασσ. -Αρχέλ. Πβ. στείρος
2. Δυστυχής, κακόμοιρος, απόκληρος, ταλαίπωρος Συνών. αγμάλωτος, ζαλίμης :3, καημένος, ντερτλούς :3, πελέκι, σεφίλι