ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καημένος (επίθ.) καημένος [kaiˈmenos] Μαλακ. καημέν' [kaiˈmen] Φάρασ. Θηλ. καημένη [kaiˈmeni] Σινασσ. Ουδ. καημένο [kaiˈmeno] Ανακ., Σινασσ. καγ'μένο [kaɣˈmeno] Σινασσ. Μεσν. επίθ. καημένος από την επιθετ. χρήση της μτχ. του ρ. καίω.
Καημένος : Τα ναίκες τα κανίσκαμ’ ούλα, τα καημένα (Οι γυναίκες τα κάναμε όλα, οι καημένες) Ανακ. -Κωστ.Α. Το καγ'μένο το φσ̑άχ'! Εμ θέλ’ να βυζάσ', εμ φοβάται να γιανασ̑τίσ'! (Το καημένο το μωρό! Από την μία θέλει να βυζάξει, από την άλλη φοβάται να πλησιάσει, ενν. το στήθος όπου έχουν βάλει κομμάτι τραγάκανθου, προκειμένου να γίνει ο απογαλακτισμός) Σινασσ. -Ρίζ.Αγ. || Ασμ. Σαν ήτανε να μ' αρνηστείς, τ' ήταν να μ' αγαπήσεις
και 'ς την καημένην μου καρδιά τόση φλόγα να ρίξεις
(Αν ήτανε να μ' αρνηθείς, γιατί μ'αγάπησες
και στην καημένη μου καρδιά τόση φλόγα να ρίξεις)
Σινασσ. -Αρχέλ.
Σήκω πάπια, σήκω, χήνα μ', σήκω κι άλλαξε
Φόρεσ' τα χρυσά σου ρούχα, πάμ' 'ς την εκκλησιά
να σε διουν τα παλληκάρια να μαραίνονται
να σε διω κι εγώ ο καημένος και να χαίρουμαι πολύ
Μαλακ. -Νίγδελ.Λ.
Με δυο παιδιά 'ς το χέρι, κι άλλο 'ς την ποδιά
Το τρίτο το καημένο είναι 'ς την κοιλιά
Σινασσ. -ΚΜΣ-Τραγ.
Συνών. αγμάλωτος, ζαβαλλούς, ζαλίμης :3, ντερτλούς, πελέκι, σεφίλι