καθαρός
(επίθ.)
καθαρός
[kaθaˈros]
Ανακ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ.
κασαρός
[kasaˈros]
Σίλ.
καταρό
[kataˈro]
Αξ., Αραβ.
καχαρό
[kaxaˈro]
Αξ., Μισθ., Τσαρικ.
κααρό
[kaaˈro]
Μισθ.
Θηλ.
κασαρή
[kasaˈri]
Σίλ.
καχαρή
[kaxaˈri]
Τσαρικ.
καχαρά
[kaxaˈra]
Τσαρικ.
Aρχ. επίθ. καθαρός.
1. Αγνός
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Κασαρή Ρευτέρα
(Καθαρά Δευτέρα˙ η Δευτέρα μετά τις Αποκριές, κατά την οποία ξεκινάει η Σαρακοστή)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Καχαρά Δευτέρα
(Καθαρά Δευτέρα˙ το ίδιο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Καθαρή οβτομάδα
(Καθαρή εβδομάδα˙ η πρώτη εβδομάδα της Μεγάλης Σαρακοστής)
Σίλατ.
-Χωλόπ.
Συνών.
κατινός
2. Καθαρός, αμιγής
ό.π.τ.
:
Καχαρό αλεύιρ
(Καθαρό, χωρίς προσμείξεις σταρένιο αλεύρι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
κατινός
3. Κατ’ επέκτ. σταρένιος
Ανακ., Δίλ., κ.α., Μισθ.
:
Καθαρό κατ͑ά
(Σταρένιο κουλούρι)
Ανακ., Σίλατ.
-Κωστ.Α.
Πβ.
κατινός
β.
Ειδικότ., αυτός που προορίζεται για το σταρένιο αλεύρι
:
Καθαρό κόσ̑κινο
(Κόσκινο που προορίζεται για το σταρένιο αλεύρι
)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
γ.
Το ουδ. ως ουσ., σταρένιο ψωμί
Αξ., Μαλακ., Μισθ.
4. Χαρακτηρισμός γυναίκας τις ημέρες που δεν έχει έμμηνο ρύση
Μισθ.
β.
Ειδικότ., χαρακτηρισμός γυναίκας σε εμμηνόπαυση
Ανακ., Μισθ.
5. Το θηλ. και ως γυναικείο κύριο όνομα
Σίλατ., Σινασσ., Φλογ.