ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καθρέφτης (ουσ.) κατρέφτ' [kaˈtreft] Ανακ. καφέφτρ' [kaˈfeftr] Σίλατ. γαdέρφι [ɣaˈderfi] Αξ. καφίφτρα [kaˈfiftra] Σίλατ., Σινασσ. καρφίτα [karˈfita] Αραβαν. καρφίdα [karˈfida] Φερτάκ. καρβίτα [karˈvita] Αραβαν. καρφίτ-τα [karˈfitta] Αραβαν., Γούρδ. καρφίβα [karˈfiva] Σινασσ., Φερτάκ. Από το μεσν. ουσ. καθρέφτης το οπ. από αμάρτ. ουδ. *καθρέφτι < *κατρόφτι < *κατόφτρι < *κατόπτριον υποκορ. του αρχ. κάτοπτρον.
Καθρέφτης ό.π.τ. : Τρανά σο καφέφτρ' (Κοιτάζει στον καθρέφτη) Σίλατ. -Χωλόπ. Έρριψεν, σάκωσεν τα γαdέρφια (Έρριξε (κάτω), έσπασε τα καθρεφτάκια) Αξ. -Dawk. Συνών. αϊνάς