καθρέφτης
(ουσ.)
κατρέφτ'
[kaˈtreft]
Ανακ.
καφέφτρ'
[kaˈfeftr]
Σίλατ.
γαdέρφι
[ɣaˈderfi]
Αξ.
καφίφτρα
[kaˈfiftra]
Σίλατ., Σινασσ.
καρφίτα
[karˈfita]
Αραβαν.
καρφίdα
[karˈfida]
Φερτάκ.
καρβίτα
[karˈvita]
Αραβαν.
καρφίτ-τα
[karˈfitta]
Αραβαν., Γούρδ.
καρφίβα
[karˈfiva]
Σινασσ., Φερτάκ.
Από το μεσν. ουσ. καθρέφτης το οπ. από αμάρτ. ουδ. *καθρέφτι < *κατρόφτι < *κατόφτρι < *κατόπτριον υποκορ. του αρχ. κάτοπτρον.
Καθρέφτης
ό.π.τ.
:
Τρανά σο καφέφτρ'
(Κοιτάζει στον καθρέφτη)
Σίλατ.
-Χωλόπ.
Έρριψεν, σάκωσεν τα γαdέρφια
(Έρριξε (κάτω), έσπασε τα καθρεφτάκια)
Αξ.
-Dawk.
Συνών.
αϊνάς