κάθε
(αντων.)
κάθι
[ˈkaθi]
Αφσάρ., Μαλακ., Σίλ.
κάσε
[ˈkase]
Σίλ.
κάτε
[ˈkate]
Αραβ., Μισθ., Σίλ., Τσαρικ., Φάρασ.
κάτι
[ˈkati]
Μισθ., Τσαρικ.
κάθ'
[kaθ]
Μαλακ., Σίλατ.
κάτ'
[kat]
Φάρασ.
κάθα
[ˈkaθa]
Ανακ., Ποτάμ.
κάτα
[ˈkata]
Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
κάdα
[ˈkada]
Φάρασ.
κάτο
[ˈkato]
Φάρασ.
Μεσν. αντων. κάθε, η οπ. από την μεταγν. φρ. καθ' εἷς. Οι τύπ. κάθα, κάτα, κάτε μεσν. (CGMG: 1217- 1221).
Πβ.
καθαένας
1. Κάθε
ό.π.τ.
:
Κάτε μαχαλά είχαμ' ντυό έξυπνοι ανθρώπ'
(Σε κάθε γειτονιά είχαμε δύο έξυπνους ανθρώπους)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Γεννάνκε κάdα ημέρα 'π' έ 'βόκ-κο
(Γεννούσε κάθε μέρα από ένα αβγό)
Φάρασ.
-Αλεκτ.
Ατι-ά ντα μάνα τα παλάζε κάdα χρόνο φτένει ντα αdέ ο νομάτ' φέτι
(Κάθε χρόνο αυτός ο άνθρωπος καταστρέφει τους νεοσσούς μου)
Φάρασ.
-Dawk.
Ατζ̑εί αγάς του κατ' χρόνο φερίνει το βασιλό
(Εκείνος ο αφέντης του κάθε χρόνο φέρνει στον βασιλιά αυτά που φτιάχνει)
Φάρασ.
-Dawk.
Κάτε μέρα πααίνκε
(Κάθε μέρα πήγαινε)
Φάρασ.
-Dawk.
Μο του φυάκνει κάτα ημέρα, πι-έσιν τον αγό
(Με το να παραφυλάει κάθε μέρα, έπιασε τον λαγό)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
Κάτα χρόνο φτένκαμεν τα αβούτσι
(Κάθε χρόνο το κάναμε έτσι)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Κάτι μέρα ερόντουν 'να φίι
(Κάθε μέρα ερχόταν ένα φίδι)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Κάσε ντομάdα οπ’ παιρί μου παίρου χαρτσί
(Kάθε βδομάδα παίρνω γράμμα από το παιδί μου)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
|| Παροιμ.
Κάτα ημέρα Πάσκας τζ̑ό 'νι
(Κάθε μέρα δεν είναι Πάσχα˙ για εκείνους που ζητούσαν όλο να τους δίνουν, όπως συνήθιζαν να δίνουν στους φτωχούς οι πλούσιοι στα Φάρασα μετά τον εκκλησιασμό των μεγάλων γιορτών)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
παν
2. Ειδικότ., με παράλειψη του ουσ. φορά, η κάθε φορά
Ανακ.
:
Κάθα είχα σουλλούτουργο
(Κάθε φορά που είχα συλλείτουργο)
Ανακ.
-Cost.