ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παν (αντων.) παν [pan] Αξ., Αραβαν., Τροχ., Φάρασ., Φλογ. Αρχ. πᾶν, ουδ. τύπ. της αρχ. αντων. πᾶς-πᾶσα-πᾶν. Η χρήση του πᾶν ως άκλιτου τύπ. από τα μέσα του 16ου αι. (CGMG: 1119-1200).
1. Κάθε ό.π.τ. : Παν μέρα (Κάθε μέρα) Φάρασ. -Dawk. Παν μέρα τα ίδια λέει (Κάθε μέρα τα ίδια λέει) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 Παν τρία χρόνια (Κάθε τρία χρόνια) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Σο Ναξό νίσκεται παν χρόνος παναγύρ’ (Στην Αξό γίνεται κάθε χρόνο πανηγύρι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Παπα-Κελτσίχης βγαίν' παν Παρασ̑κευή και θυμιάσ̑' (Ο παπα-Κελτσίχης βγαίνει κάθε Παρασκευή και θυμιατίζει) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Φρ. Παν κανείς (Κάθε άνθρωπος˙ Ο καθένας) Αξ., Αραβαν. -ΙΛΝΕ 403 Παν σεβέρ (Κάθε φορά˙ πάντα, για πάντα) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1554 Συνών. χερ, πάντονα, κάθε
2. Συνοδευόμενο από την αναφορ. αντων. τον, εισάγει χρον. προτάσεις, όποτε Αξ., Φλογ. : Παν του λαλήσω (Όποτε μιλήσω) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Παν το υπάγω (Όποτε πάω) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Παν του έρτει (Όποτε έρθει) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Παν του φύγ' παιρπαίν' (Όποτε φύγει παίρνει μαζί του) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Πάν dov έρτω ηυρίσκω σε αστενάρ' (Όποτε έρχομαι σε βρίσκω άρρωστο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. οποτανκιάν :1, όποτε :1
Τροποποιήθηκε: 18/08/2025