παν
(αντων.)
παν
[pan]
Αξ., Αραβαν., Τροχ., Φάρασ., Φλογ.
Αρχ. πᾶν, ουδ. τύπ. της αρχ. αντων. πᾶς-πᾶσα-πᾶν. Η χρήση του πᾶν ως άκλιτου τύπου από τα μέσα του 16ου αι., βλ. CGMG: 1119-1200).
1. Κάθε
ό.π.τ.
:
Πάν μέρα
(κάθε μέρα)
Φάρασ., Τροχ.
-Dawk.
Παν τό 'να
(Καθένας)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Σο Ναξό νίσκεται παν χρόνος παναγύρ’
(Στην Αξό γται κάθε χρόνο πανηγύρι)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Παπα-Κελτσίχης βγαίν' παν Παρασ̑κευή και θυμιάσ̑'
(Ο παπα-Κελτσίχης βγαίνει κάθε Παρασκευή και θυμιατίζει)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Παν τρία χρόνια
(Κάθε τρία χρόνια)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Έθηκαν παν τό 'να ένα όνομα
(Έδωσαν στον καθένα ένα όνομα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
|| Φρ.
Παν κανείς
(Κάθε άνθρωπος˙ Ο καθένας)
Αξ., Αραβαν.
-ΙΛΝΕ 403
Παν σεβέρ
(Κάθε φορά˙ πάντα, για πάντα)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
Συνών.
χερ, πάντονα, κάθε
2. Συνοδευόμενο από την αναφορ. αντων. τον, εισάγει χρον. προτάσεις, όποτε
Φλογ.
:
Παν του λαλήσω
(Όποτε μιλήσω)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Παν το υπάγω
(Όποτε πάω)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Παν του έρτει
(Όποτε έρθει)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Παν του φύγ' παιρπαίν'
(Όποτε φύγει παίρνει μαζί του)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811