παμπουκλού
(ουσ. θηλ.)
παμbουκλού
[pambuˈklu]
Αξ.
π͑αbουκλού
[pʰabuˈklu]
Μισθ.
μπαμbουκλού
[bambuˈklu]
Μισθ., Τσαρικ.
βαμβακούλα
[vamvaˈkula]
Σινασσ.
Από το τουρκ. επίθ. pamuklu = α) βαμβακερός β) ζακέτα με βαμβακερή επένδυση μεταξύ υφάσματος και φόδρας.
Είδος κοντής μεσάτης ρόμπας χωρίς μανίκια με βαμβακερή επένδυση μεταξύ υφάσματος και φόδρας
ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 07/08/2025