παμπουκλού
(ουσ. θηλ.)
π͑αbουκλού
[pʰabuˈklu]
Μισθ.
παμbουκλού
[pambuˈklu]
Αξ.
Από το τουρκ. επίθ. pamuklu = α) βαμβακερός β) ζακέτα με βαμβακερή επίστρωση ανάμεσα στο ύφασμα και τη φόδρα. Για τον τύπ. πβ. τουρκ. ουσ. pamuk (< περσ. pambak ή pambuk) = μπαμπάκι.
Είδος κοντής μεσάτης ρόμπας χωρίς μανίκια με βαμβακερή επίστρωση ανάμεσα στο ύφασμα και την φόδρα