ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παμπουκλού (ουσ. θηλ.) παμbουκλού [pambuˈklu] Αξ. π͑αbουκλού [pʰabuˈklu] Μισθ. μπαμbουκλού [bambuˈklu] Μισθ., Τσαρικ. βαμβακούλα [vamvaˈkula] Σινασσ. Από το τουρκ. επίθ. pamuklu = α) βαμβακερός β) ζακέτα με βαμβακερή επένδυση μεταξύ υφάσματος και φόδρας.
Είδος κοντής μεσάτης ρόμπας χωρίς μανίκια με βαμβακερή επένδυση μεταξύ υφάσματος και φόδρας ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 07/08/2025