ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παμπουκλού (ουσ. θηλ.) π͑αbουκλού [pʰabuˈklu] Μισθ. παμbουκλού [pambuˈklu] Αξ. Από το τουρκ. επίθ. pamuklu = α) βαμβακερός β) ζακέτα με βαμβακερή επίστρωση ανάμεσα στο ύφασμα και τη φόδρα. Για τον τύπ. πβ. τουρκ. ουσ. pamuk (< περσ. pambak ή pambuk) = μπαμπάκι.
Είδος κοντής μεσάτης ρόμπας χωρίς μανίκια με βαμβακερή επίστρωση ανάμεσα στο ύφασμα και την φόδρα