παλιακός
(επίθ.)
παλιακός
[paʎaˈko]
Ανακ., Φλογ.
Πληθ.
παλαιικά
[paleiˈka]
Ανακ.
Από το επίθ. παλαιός > παλιός και το παραγωγ. επίθμ. -ιακός.
Παλαιός, ανήκων σε παλαιότερη εποχή
:
Τα παλιακά τ' ανθρώπ'
(Οι παλιοί, οι άνθρωποι του παλιού καιρού)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Παλαιικά ρούχα
(Ρούχα παλαιότερης εποχής)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
αρχινός, εβελντινός, εμπροστινός, παλιός