παλιακός
(επίθ.)
παλιακός
[paʎaˈko]
Ανακ., Ποτάμ., Φλογ.
Πληθ.
παλαιικά
[paleiˈka]
Ανακ.
Από το επίθ. παλαιός > παλιός και το παραγωγ. επίθμ. -ακός.
Παλαιός, ανήκων σε παλαιότερη εποχή
:
Τα παλιακά τ' ανθρώπ'
(Οι παλιοί, οι άνθρωποι του παλιού καιρού)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Παλαιικά ρούχα
(Ρούχα παλαιότερης εποχής)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Ήταν ένα στενό μέρος και λέγαμ το «σιρί» το παλιακό γλώσσα
(Ήταν ένα στενό μέρος, και το λέγαμε «σιρί» στην παλιά γλώσσα)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
αρχινός :3, εβελντινός, εμπροστινός, παλιός :1
Τροποποιήθηκε: 20/08/2025