παλτατζής
(ουσ. αρσ.)
παλτατζ̑ής
[palta'dʒis]
Τελμ.
Πληθ.
παλτατζία
[paltaˈdzia]
Ουλαγ.
μπαλτατζήδες
[baltaˈdziðes]
Φκόσ.
Από το νεότ. ουσ. μπαλτατζής (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ ουσ. baltacı = α) κατασκευαστής τσεκουριών β) ξυλοκόπος γ) παλαιότ., τσεκουροφόρος πολεμιστής.
Ξυλοκόπος
ό.π.τ.
:
Ήφερεν παλτατζ̑ής έκοψεν ντo και σ̑η θύρα εμbρό
(Έφερε ξυλοκόπο και το έκοψε (το δέντρο) μπροστά στην πόρτα)
Τελμ.
-Dawk.
Ντα παλτατζία πήαν κόφτισκαν ντo ντο γκαβάκ
(Oι ξυλοκόποι πήγαν και έκοβαν τη λεύκα)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Συνών.
μπουνταχτσής