μπουνταχτσής
(ουσ.)
Πληθ.
μπουνταχτσ̑ήρε
[budax'tʃire]
Γούρδ.
Από το τουρκ. budayıcı όπου και διαλεκτ. τύπ. budakçı = κλαδευτής (για τον τύπ. βλ. Gülensoy 2007: 176).
Κλαδευτής, ξυλοκόπος
:
Tότε πιάσαν μπουνταχτσ̑ήρε να κόψουν το qαβάχ'
(Τότε έβαλαν ξυλοκόπους να κόψουν τη λεύκα)
Γούρδ.
-Dawk.