ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπουρντίζω (ρ.) μπουρντίζου [burˈdizu] Μισθ. μπουρντώ [burˈdo] Μαλακ. Αόρ. μπούρ'σα [ˈbursa] Μαλακ., Μισθ. Παθ. Μτχ. μπουρτημένου [burtiˈmenu] Μαλακ. Aπό το τουρκ. ρ. burmak = ευνουχίζω.
Ευνουχίζω ζώο ό.π.τ. : Μπούρντιζαμ' ντ' αλούγαδα (Ευνουχίζαμε τα άλογα) Μισθ. -Κοτσαν.