μπουρντίζω
(ρ.)
μπουρντίζου
[burˈdizu]
Μισθ.
μπουρντώ
[burˈdo]
Μαλακ.
Αόρ.
μπούρ'σα
[ˈbursa]
Μαλακ., Μισθ.
Παθ. Μτχ.
μπουρτημένου
[burtiˈmenu]
Μαλακ.
Aπό το τουρκ. ρ. burmak = ευνουχίζω.
Ευνουχίζω ζώο
ό.π.τ.
:
Μπούρντιζαμ' ντ' αλούγαδα
(Ευνουχίζαμε τα άλογα)
Μισθ.
-Κοτσαν.