ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπουχτίζω (ρ.) μπουχτίζου [buˈxtizu] Μισθ. μπι̂χτι̂́ζω [bɯxˈtɯzo] Αξ., Μαλακ. πιχτι-έω [pixtiˈeo] Φάρασ. Αόρ. μπι̂́χ’σα [ʹbɯxsa] Μαλακ. Από το τουρκ. ρ. bıkmak, όπου και τουρκ. τύπ. bıhmak και buhmak = α) απαυδώ, αγανακτώ β) μπαφιάζω.
1. Μπουχτίζω από το φαΐ, χορταίνω υπερβολικά ό.π.τ. : Να φάμ' να φάμ' να πιχτιέσουμε (Να φάμε να φάμε να μπουχτίσουμε) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ.
2. Μπουχτίζω, βαριέμαι μιά δραστηριότητα ό.π.τ.