ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπρε (επιφ.) μπρε [bre] Αραβ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ. έbρε [ˈebre] Τροχ. ίπρε [ˈipre] Ανακ., Μαλακ. Νεότ. επιφ. μπρέ, το οπ. από το επιφ. μωρέ, με αποβολή του άτονου [o] και ανάπτυξη [b] για λόγους ευφωνίας (Hatzidakis 1895: 412). Πβ. και τουρκ. επιφ. bre. Ο τύπ. έbρε από τον συνδυασμό με το επιφ. ε.
Βρε : Μπρε, έχουμ' όργου! (Βρε, έχουμε δουλειά!) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Ασμ. Μπρε Μανόλη, μπρε λεβένdη, μπρε καλό παιδί (Βρε Μανόλη, βρε λεβέντη, βρε καλό παιδί) Μαλακ., Σινασσ. -Νίγδελ.Λ. Πού την είδες, πού την ξεύρεις, μπρε ζωντόβολο; Μαλακ., Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. μωρέ
Τροποποιήθηκε: 14/06/2025