μπρισιμώνα
(επίθ.)
πρισιμών'
[prisiʹmon]
Φάρασ.
Από το ουσ. μπρισίμι και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Μεταξωτός
:
|| Ασμ.
Ο σαγιάς έν' πρισιμών', 'γώ 'υρεύω να 'ινείς το 'μόν
((Το φόρεμά σου είναι μεταξωτό, εγώ θέλω να γίνεις δική μου))
Φάρασ.
-Λαμπρ.
Συνών.
μεταξώνα