μπουτουνεντώ
(ρ.)
Αόρ.
πιουτουνέν’σα
[pçutuʹnensa]
Φλογ.
Από το τουρκ. ρ. bütünlenmek = ολοκληρώνομαι, γίνομαι ολόκληρος.
Γίνομαι ολόκληρος.
:
Φέγγος πιουτουνέν’σεν
(Το φεγγάρι έγινε ολόκληρο, γέμισε)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361