μπουρανί
(ουσ. ουδ.)
μπουρανί
[buraˈni]
Μαλακ.
πουρανί
[puraˈni]
Ανακ.
μπουρανίς
[buraˈnis]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. burani = φαγητό από ψητά ή τηγανητά λαχανικά.
1. Φαγητό με oλόκληρη ψητή κολοκύθα
Ανακ., Μαλακ.
2. Παντζάρια με γιαούρτι
Μισθ.