μπουρούνι
(ουσ. ουδ.)
πουρούνι
[puˈruni]
Αφσάρ., Τσουχούρ.
πουρί
[puˈri]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. burun, όπου και διαλεκτ. τύπ. burın = α) μύτη β) ράμφος γ) μυτερή προεξοχή δ) ακρωτήριο ε) μτφ., αλαζονεία.
1. Κορυφή λόφου
Αφσάρ., Τσουχούρ.
2. Οτιδήποτε εξέχει από κάτι
Μαλακ.
3. Άκρο του σώματος
:
|| Φρ.
Να φας το πουρί σ'
(Να φας το άκρο σου˙ ειρωνία)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Τροποποιήθηκε: 02/08/2025