ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπουρούνι (ουσ. ουδ.) πουρούνι [puˈruni] Αφσάρ., Τσουχούρ. πουρί [puˈri] Μαλακ. Από το τουρκ. ουσ. burun, όπου και διαλεκτ. τύπ. burın = α) μύτη β) ράμφος γ) μυτερή προεξοχή δ) ακρωτήριο ε) μτφ., αλαζονεία.
1. Κορυφή λόφου Αφσάρ., Τσουχούρ.
2. Οτιδήποτε εξέχει από κάτι Μαλακ.
3. Άκρο του σώματος : || Φρ. Να φας το πουρί σ' (Να φας το άκρο σου˙ ειρωνία) Μαλακ. -Τζιούτζ.
Τροποποιήθηκε: 02/08/2025