ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπουρούνι (ουσ. ουδ.) πουρούνι [puˈruni] Αφσάρ., Τσουχούρ. πουρί [puˈri] Μαλακ. Από το τουρκ. ουσ. burun = α) μύτη β) ράμφος γ) μυτερή προεξοχή δ) ακρωτήριο ε) μτφ., αλαζονεία., όπου και τουρκ. διαλεκτ. burın.
1. Κορυφή λόφου Αφσάρ., Τσουχούρ.
2. Οτιδήποτε εξέχει από κάτι Μαλακ.
β.
3. Άκρο του σώματος : || Φρ. Να φας το πουρί σ' (Να φας το άκρο σου˙ Ειρωνία) Μαλακ. -Τζιούτζ.