καφάς
(ουσ. αρσ.)
γαφάς
[ɣaˈfas]
Φάρασ.
καφά
[kaˈfa]
Ανακ., Ουλαγ., Τελμ., Φερτάκ.
qαφά
[qaˈfa]
Μαλακ., Φλογ.
γαφά
[ɣaˈfa]
Σινασσ., Τσουχούρ.
Πληθ.
καφάδια
[kaˈfaðʝa]
Μαλακ.
Από το νεότ. ουσ. καφάς = σβέρκος, το οπ. από το τουρκ. ουσ. kafa = 1) κεφάλι, κρανίο 2) μυαλό.
1. Κεφάλι
ό.π.τ.
:
Σκυλιού το καφά
(Κεφάλι του σκυλιού)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Απ' το καφά τ' έβγαλεν ντο μποκλουκαριά και φάισεν ντο εισ̑τηγή
(Απ' το κεφάλι της έβγαλε το στομάχι της κατσίκαςκαι το κοπάνισε στο έδαφος)
Ουλαγ.
-Dawk.
Κόψιτ' βοϊτιού το καφά
(Κόψτε το κεφάλι του βοδιού)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
'γώ κράτ'σα το γαφά του
(Εγώ κράτησα το κεφάλι του)
Τσουχούρ.
-VLACH
Αν τσάρ' τζ̑' είσ̑ιν σο γαφά του, ήτουν κ͑άλι ναίκα
(Μια τρίχα δεν είχε στο κεφάλι της, ήταν φαλακρή γυναίκα)
Τσουχούρ.
-VLACH
'ύρτσινι το γαφά του σις χωρώτοι
(Γύρισε το κεφάλι του στους χωριάτες)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Φρ.
Κρούει σο καφά τ’
(Χτυπά στο κεφάλι του˙ έχει πονοκέφαλο )
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
κεφάλι, μπάσι
β.
Κρανίο
Μαλακ.
2. Κορυφή
Φερτάκ.
:
Στο ταγ το καφά ήταν ένα αλέφ'
(Στου βουνού την κορυφή ήταν μιά φωτιά)
Φερτάκ.
-Αρχέλ.
Συνών.
κορυφή, κουτουλός :5, Πβ.
μπουρούνι :1, Συνών.
τεπές :2