ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καφάς (ουσ. αρσ.) γαφάς [ɣaˈfas] Φάρασ. καφά [kaˈfa] Ανακ., Ουλαγ., Τελμ., Φερτάκ. qαφά [qaˈfa] Μαλακ., Φλογ. γαφά [ɣaˈfa] Σινασσ., Τσουχούρ. Πληθ. καφάδια [kaˈfaðʝa] Μαλακ. Από το νεότ. ουσ. καφάς = σβέρκος, το οπ. από το τουρκ. ουσ. kafa = 1) κεφάλι, κρανίο 2) μυαλό.
1. Κεφάλι ό.π.τ. : Σκυλιού το καφά (Κεφάλι του σκυλιού) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Απ' το καφά τ' έβγαλεν ντο μποκλουκαριά και φάισεν ντο εισ̑τηγή (Απ' το κεφάλι της έβγαλε το στομάχι της κατσίκαςκαι το κοπάνισε στο έδαφος) Ουλαγ. -Dawk. Κόψιτ' βοϊτιού το καφά (Κόψτε το κεφάλι του βοδιού) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. 'γώ κράτ'σα το γαφά του (Εγώ κράτησα το κεφάλι του) Τσουχούρ. -VLACH Αν τσάρ' τζ̑' είσ̑ιν σο γαφά του, ήτουν κ͑άλι ναίκα (Μια τρίχα δεν είχε στο κεφάλι της, ήταν φαλακρή γυναίκα) Τσουχούρ. -VLACH 'ύρτσινι το γαφά του σις χωρώτοι (Γύρισε το κεφάλι του στους χωριάτες) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Φρ. Κρούει σο καφά τ’ (Χτυπά στο κεφάλι του˙ έχει πονοκέφαλο ) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. κεφάλι, μπάσι
β. Κρανίο Μαλακ.
2. Κορυφή Φερτάκ. : Στο ταγ το καφά ήταν ένα αλέφ' (Στου βουνού την κορυφή ήταν μιά φωτιά) Φερτάκ. -Αρχέλ. Συνών. κορυφή, κουτουλός :5, Πβ. μπουρούνι :1, Συνών. τεπές :2