καφές
(ουσ. αρσ.)
κ͑αφές
[kʰaˈfes]
Τελμ.
καφέ
[kaˈfe]
Ανακ.
qαϊφές
[qajˈfes]
Σίλ., Φλογ.
καϊφέ
[kaiˈfe]
Σεμέντρ., Φλογ.
γαϊφές
[ɣaiˈfes]
Σίλ., Τελμ.
γαϊφέ
[ɣaiˈfe]
Μισθ.
γαϊβές
[ɣaiˈves]
Αραβαν., Σίλ., Σινασσ., Τελμ.
γαϊβέ
[ɣaiˈve]
Αραβαν.
qαϊβέ
[qajˈve]
Μαλακ.
γαϊφά
[ɣaiˈfa]
Μισθ., Φάρασ.
γαβιές
[ɣaˈvʝes]
Σινασσ.
γαφι-άς
[ɣafiˈas]
Σατ., Φάρασ.
χαφιάς
[xaˈfças]
Κίσκ.
κ͑αφέσι
[kʰaˈfesi]
Φάρασ.
Πληθ.
qαχφέδια
[qaxʹfeðʝa]
Φλογ.
Νεότ. ουσ. καφές, το οπ. από το τουρκ. ουσ. kahve, όπου και διαλεκτ. τύπ. kayfa. Ο τύπ. γαβιές με μετάθ. του ημιφ.
1. To ρόφημα καφές
ό.π.τ.
:
Σεκερλί γαϊφέ
(Γλυκός καφές, καφές με πολλή ζάχαρη)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Όνdενε έφαγε, πήρε το γαϊβέ τ'
(Όταν έφαγε, πήρε τον καφέ του)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το γιόροζ ναίκα μι το γαϊβέ τ’ 'ντάμα ήφερεν ντο κι ένα τεψί μεϊβάρια
(Η γριά γυναίκα μαζί με τον καφέ του του έφερε κι ένα ταψί φρούτα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Έλα τσ̑αού να πιούμ 'να φιλτσ̑άν γαϊφά
(Έλα εδώ να πιούμε ένα φλιτζάνι καφέ)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Γαϊβέ νάχαλ τα σέλετι, σεκέρ νιούγου ή τατλού;
(Τον καφέ πώς τον θέλετε, με λίγη ζάχαρη ή γλυκό;)
Σίλ.
-Εκμεκ.
Κλώχ'νι σα τοκάνια, πγίν'νι γαϊφέϊα
(Τριγυρίζουν στα καφενεία, πίνουνε καφέδες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Εκείνου δου πγίνεις δου γαϊφιά, ότις χάν' να 'ου πληρώσ'
(Εκείνον τον καφέ που πίνεις, όποιος χάνει να τον πληρώσει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ιμείς από κ'θάρ' κι από ρεβίδ' φκιάισ̑καμ' καϊφέ
(Εμείς από κριθάρι και από ρεβίθι φτιάχναμε καφέ)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Ισείτ το τρώτ' φαΐ ιμείς πγίνομε το qαϊφέ
(Αυτό που εσείς τρώτε ως σούπα εμείς το πίνουμε ως καφέ˙ Για ανθρώπους σπάταλους και πολυέξοδους)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ο γαφι-άς ένι μαύρο, άμα του νοματού τη χαραή ‘σπρίζει τα
(ο καφές είναι μαύρος αλλά του ανθρώπου το πρόσωπο το ασπρίζει˙ η νοικοκυρά βγαίνει ασπροπρόσωπη όταν μην έχοντας να προσφέρει κάτι άλλο στους καλεσμένους της τους κερνάει καφέ)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Το καμήλι γαφι-άς τζ̑ο πίνει
(η καμήλα δεν πίνει καφέ˙ κανείς δεν μπορεί να πάει ενάντια στην φύση του)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Πβ.
μαύρος
2. Οι σπόροι του καφεδόδεντρου
Τελμ.
:
Να πάρουμ' λίγο κρέας, λίγο σεκέρ', λίγο γαϊβές
(Να πάρουμε λίγο κρέας, λίγη ζάχαρη, λίγο καφέ)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
3. Καφενείο
ό.π.τ.
:
qαμbρός αν θέλισ̑κεν παίνισ̑κεν σο qαϊφέ
(Ο γαμπρός αν ήθελε πήγαινε στον καφενέ)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ως παγαίν-νει ση στράτα, γρατα τ' ένα qαϊβέ
(Όπως πηγαίνει στον δρόμο, φτάνει σε έναν καφενέ)
Σίλ.
-Dawk.
Σο χωρίον πέσου είχαμε σον είκοσι τριάνdα τ̔ουκάνε γαφιάδε
(Στο χωριό μέσα είχαμε ίσαμε είκοσι-τριάντα μαγαζιά καφενέδες)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Άντρας μ' κειόταν σον καϊφέ, είπαν, ναίκα σ' έπεσε σο κουγιού
(Ο άντρας μου ήταν στο καφενείο, του είπαν: «Η γυναίκα σου έπεσε στο πηγάδι»)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Εττά νύχτα δεν παίνισκαν σα qαχφέδια, σα θέατρα, εδώ ικειού
(Αυτοί τα βράδυα δεν πήγαιναν στα καφενεία, στα θέατρα, εδώ κι εκεί)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Συνών.
ντουκάνι