ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καφές (ουσ. αρσ.) κ͑αφές [kʰaˈfes] Τελμ. καφέ [kaˈfe] Ανακ. qαϊφές [qajˈfes] Σίλ., Φλογ. καϊφέ [kaiˈfe] Σεμέντρ., Φλογ. γαϊφές [ɣaiˈfes] Σίλ., Τελμ. γαϊφέ [ɣaiˈfe] Μισθ. γαϊβές [ɣaiˈves] Αραβαν., Σίλ., Σινασσ., Τελμ. γαϊβέ [ɣaiˈve] Αραβαν. qαϊβέ [qajˈve] Μαλακ. γαϊφά [ɣaiˈfa] Μισθ., Φάρασ. γαβιές [ɣaˈvʝes] Σινασσ. γαφι-άς [ɣafiˈas] Σατ., Φάρασ. χαφιάς [xaˈfças] Κίσκ. κ͑αφέσι [kʰaˈfesi] Φάρασ. Πληθ. qαχφέδια [qaxʹfeðʝa] Φλογ. Νεότ. ουσ. καφές, το οπ. από το τουρκ. ουσ. kahve, όπου και διαλεκτ. τύπ. kayfa. Ο τύπ. γαβιές με μετάθ. του ημιφ.
1. To ρόφημα καφές ό.π.τ. : Σεκερλί γαϊφέ (Γλυκός καφές, καφές με πολλή ζάχαρη) Μισθ. -Κωστ.Μ. Όνdενε έφαγε, πήρε το γαϊβέ τ' (Όταν έφαγε, πήρε τον καφέ του) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Το γιόροζ ναίκα μι το γαϊβέ τ’ 'ντάμα ήφερεν ντο κι ένα τεψί μεϊβάρια (Η γριά γυναίκα μαζί με τον καφέ του του έφερε κι ένα ταψί φρούτα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Έλα τσ̑αού να πιούμ 'να φιλτσ̑άν γαϊφά (Έλα εδώ να πιούμε ένα φλιτζάνι καφέ) Μισθ. -Κοτσαν. Γαϊβέ νάχαλ τα σέλετι, σεκέρ νιούγου ή τατλού; (Τον καφέ πώς τον θέλετε, με λίγη ζάχαρη ή γλυκό;) Σίλ. -Εκμεκ. Κλώχ'νι σα τοκάνια, πγίν'νι γαϊφέϊα (Τριγυρίζουν στα καφενεία, πίνουνε καφέδες) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Εκείνου δου πγίνεις δου γαϊφιά, ότις χάν' να 'ου πληρώσ' (Εκείνον τον καφέ που πίνεις, όποιος χάνει να τον πληρώσει) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ιμείς από κ'θάρ' κι από ρεβίδ' φκιάισ̑καμ' καϊφέ (Εμείς από κριθάρι και από ρεβίθι φτιάχναμε καφέ) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Φρ. Ισείτ το τρώτ' φαΐ ιμείς πγίνομε το qαϊφέ (Αυτό που εσείς τρώτε ως σούπα εμείς το πίνουμε ως καφέ˙ Για ανθρώπους σπάταλους και πολυέξοδους) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ο γαφι-άς ένι μαύρο, άμα του νοματού τη χαραή ‘σπρίζει τα (ο καφές είναι μαύρος αλλά του ανθρώπου το πρόσωπο το ασπρίζει˙ η νοικοκυρά βγαίνει ασπροπρόσωπη όταν μην έχοντας να προσφέρει κάτι άλλο στους καλεσμένους της τους κερνάει καφέ) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Το καμήλι γαφι-άς τζ̑ο πίνει (η καμήλα δεν πίνει καφέ˙ κανείς δεν μπορεί να πάει ενάντια στην φύση του) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Πβ. μαύρος
2. Οι σπόροι του καφεδόδεντρου Τελμ. : Να πάρουμ' λίγο κρέας, λίγο σεκέρ', λίγο γαϊβές (Να πάρουμε λίγο κρέας, λίγη ζάχαρη, λίγο καφέ) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ.
3. Καφενείο ό.π.τ. : qαμbρός αν θέλισ̑κεν παίνισ̑κεν σο qαϊφέ (Ο γαμπρός αν ήθελε πήγαινε στον καφενέ) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ως παγαίν-νει ση στράτα, γρατα τ' ένα qαϊβέ (Όπως πηγαίνει στον δρόμο, φτάνει σε έναν καφενέ) Σίλ. -Dawk. Σο χωρίον πέσου είχαμε σον είκοσι τριάνdα τ̔ουκάνε γαφιάδε (Στο χωριό μέσα είχαμε ίσαμε είκοσι-τριάντα μαγαζιά καφενέδες) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Άντρας μ' κειόταν σον καϊφέ, είπαν, ναίκα σ' έπεσε σο κουγιού (Ο άντρας μου ήταν στο καφενείο, του είπαν: «Η γυναίκα σου έπεσε στο πηγάδι») Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Εττά νύχτα δεν παίνισκαν σα qαχφέδια, σα θέατρα, εδώ ικειού (Αυτοί τα βράδυα δεν πήγαιναν στα καφενεία, στα θέατρα, εδώ κι εκεί) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Συνών. ντουκάνι