καυλοχήρα
(ουσ. θηλ.)
καυλοσ̑ήρα
[kavloˈʃira]
Σινασσ.
Από τα ουσ. καύλα και χήρα.
Ώριμη γυναίκα ερωτιάρα
:
|| Φρ.
Σ̑ήρα καυλοσ̑ήρα
(Χήρα ερωτιάρα˙ αρά)
Σινασσ.
-Αρχέλ.