καύκαλο
(ουσ. ουδ.)
καύκαλο
[ˈkafkalo]
Αξ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ.
καύκαλου
[ˈkafkalu]
Σίλ.
Από το μεσν. ουσ. καύκαλον.
2. Το κρανίο και γενικότ. κοίλο οστό
Σινασσ., Φλογ.
β.
Συνεκδοχ., το μυαλό
Σίλ.
3. Κέλυφος καρυδιού, τσόφλι
Τελμ.
:
|| Παροιμ.
Χίλια μεράχια ένα καρυδιού καύκαλο δεν μπορείς να γεμώσεις
(Χίλιες στεναχώριες δεν γεμίζουν ένα καρυδότσουφλο˙ οι καθημερινές έγνοιες είναι ασήμαντες)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
καυκούτσα