ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καύκαλο (ουσ. ουδ.) καύκαλο [ˈkafkalo] Αξ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ. καύκαλου [ˈkafkalu] Σίλ. Από το μεσν. ουσ. καύκαλον.
1. Καύκαλο χελώνας, καβούκι Αξ., Σινασσ. Συνών. κεμίκι, καυκούτσα
2. Το κρανίο και γενικότ. κοίλο οστό Σινασσ., Φλογ.
β. Συνεκδοχ., το μυαλό Σίλ.
3. Κέλυφος καρυδιού, τσόφλι Τελμ. : || Παροιμ. Χίλια μεράχια ένα καρυδιού καύκαλο δεν μπορείς να γεμώσεις (Χίλιες στεναχώριες δεν γεμίζουν ένα καρυδότσουφλο˙ οι καθημερινές έγνοιες είναι ασήμαντες) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. καυκούτσα