καύμα
(ουσ. ουδ.)
καύμα
[ˈkavma]
Ανακ.
κάγμα
[ˈkaɣma]
Αξ., Μαλακ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ.
κάημα
[ˈkaima]
Γούρδ.
Από το αρχ. ουσ. καῦμα. Ο τύπ. κάημα ήδη μεσν. Για την τροπή [vm] > [ɣm] πβ. θαύμα > θάγμα.
Kάψιμο
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Aς κάψ' νιστιά τη μάνα σου, καύμα τους αδελφούς σου
(Ας κάψει φωτιά την μάνα σου, κάψιμο τους αδελφούς σου)
Ανακ.
-ΙΛΝΕ 374
Συνών.
κάφτημα :1, κάψιμο :1