ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καύμα (ουσ. ουδ.) καύμα [ˈkavma] Ανακ. κάγμα [ˈkaɣma] Αξ., Μαλακ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ. κάημα [ˈkaima] Γούρδ. Από το αρχ. ουσ. καῦμα. Ο τύπ. κάημα ήδη μεσν. Για την τροπή [vm] > [ɣm] πβ. θαύμα > θάγμα.
Kάψιμο ό.π.τ. : || Ασμ. Aς κάψ' νιστιά τη μάνα σου, καύμα τους αδελφούς σου (Ας κάψει φωτιά την μάνα σου, κάψιμο τους αδελφούς σου) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374 Συνών. κάφτημα :1, κάψιμο :1