κάψιμο
(ουσ. ουδ.)
κάψιμο
[ˈkapsimo]
Γούρδ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Φερτάκ.
κάψ̑ιμο
[ˈkapʃimo]
Αραβαν.
κάψιμου
[ˈkapsimu]
Μισθ.
κάψιμα
[ˈkapsima]
Μισθ., Φάρασ.
κάψ̑ιμα
[ˈkapʃima]
Σίλ.
Πληθ.
καψίματα
[kaˈpsimata]
Μαλακ., Μισθ., Σινασσ.
καψ̑ίματα
[kaˈpʃimata]
Αξ., Φλογ.
Από το μεσν. ουσ. κάψιμο, ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. καύσιμος.
β.
Έγκαυμα
Αραβαν., Μισθ.
:
Σέμην 'ς νισιά απέσ' τσ' έπαθιν κάψιμου
(Έπεσε μέσα στην φωτιά κι έπαθε έγκαυμα
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Όι, ντε περνά ντου κάψιμα
(Όχι, δεν περνάει το έγκαυμα
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
5. Καούρα