ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κάψιμο (ουσ. ουδ.) κάψιμο [ˈkapsimo] Γούρδ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Φερτάκ. κάψ̑ιμο [ˈkapʃimo] Αραβαν. κάψιμου [ˈkapsimu] Μισθ. κάψιμα [ˈkapsima] Μισθ., Φάρασ. κάψ̑ιμα [ˈkapʃima] Σίλ. Πληθ. καψίματα [kaˈpsimata] Μαλακ., Μισθ., Σινασσ. καψ̑ίματα [kaˈpʃimata] Αξ., Φλογ. Από το μεσν. ουσ. κάψιμο, ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. καύσιμος.
1. H ενέργεια και το αποτέλεσμα του καίω, κάψιμο Μισθ., Σίλ., Φάρασ. Συνών. καύμα, κάφτημα :1
β. Έγκαυμα Αραβαν., Μισθ. : Σέμην 'ς νισιά απέσ' τσ' έπαθιν κάψιμου (Έπεσε μέσα στην φωτιά κι έπαθε έγκαυμα ) Μισθ. -Κοτσαν. Όι, ντε περνά ντου κάψιμα (Όχι, δεν περνάει το έγκαυμα ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Ψήσιμο Σίλ. Συνών. ψήσιμο :1
3. Καύσιμη ύλη, καυσόξυλα, σβουνιά κ.τ.ο. Καππ., Σίλ. Συνών. γιακατζάκι, κιουτούκι :1, ξύλο
4. Πυρετός Μισθ. Συνών. εστία, ήψιμο :2, κάφτημα :2, ζέστη
5. Καούρα