ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κειατ (αντων.) κειάτ' [cat] Σίλ. τσ̑ειάτ' [tʃat] Σίλ. κάτ' [kat] Σίλ. Πιθ. από το επίρρ. εκειά με την σημ. δεικτ. αντων., και την άκλιτη αναφορ. αντων. το (= αυτό που).
Αναφορική αντωνυμία, ο οποίος, αυτός που, εκείνος που : Ηύρι τα σεράϊα, κειάτ' του είπι χιζ̑ΰρης (Βρήκε τα παλάτια τα οποία του είχε πει ο άγιος) Σίλ. -Dawk. Τεκειά μαύρου σ̑έρι κειάτ' έσ̑ει μασ̑αίρι φέρι (Φέρε εκείνο το μαχαίρι το οποίο έχει την μαύρη λαβή) Σίλ. -Κωστ.Σ. Κειάτ' αγάπειν̑ι ψέματα, 'ένηκι ζινgάνους, ντιλεντζ̑ής (Εκείνος που αγαπούσε τα ψέματα, έγινε γύφτος, ζητιάνος) Σίλ. -Dawk.JHS Γυό φοράς κειάτ' σελ̑εινόσκι τσ̑ην αλήσεια χάν̑-ν̑ει (Δυό φορές αυτός που ήθελε την αλήθεια χάνει) Σίλ. -Dawk.JHS Κατ' σωρείτι τ' παιρί (Το παιδί που βλέπετε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τούτους κάτ' ξέβ'κι, ρεν του ξέρου (Αυτός που βγήκε, δεν τον ξέρω) Σίλ. -Κωστ.Σ. Κειάτ' μου ρώκις τ' κιτάπι ψάλλου τα χέλι μέρα (Το βιβλίο που μου έδωσες το διαβάζω κάθε μέρα) Σίλ. -ΔΕΟ Κάτ’ φορώνω φιστάνι, καινούρ’ είναι (Το φουστάνι που φοράω είναι καινούργιο) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6