κειατ
(αντων.)
κειάτ'
[cat]
Σίλ.
τσ̑ειάτ'
[tʃat]
Σίλ.
κάτ'
[kat]
Σίλ.
Πιθ. από το επίρρ. εκειά με την σημ. δεικτ. αντων., και την άκλιτη αναφορ. αντων. το (= αυτό που).
Αναφορική αντωνυμία, ο οποίος, αυτός που, εκείνος που
:
Ηύρι τα σεράϊα, κειάτ' του είπι χιζ̑ΰρης
(Βρήκε τα παλάτια τα οποία του είχε πει ο άγιος)
Σίλ.
-Dawk.
Τεκειά μαύρου σ̑έρι κειάτ' έσ̑ει μασ̑αίρι φέρι
(Φέρε εκείνο το μαχαίρι το οποίο έχει την μαύρη λαβή)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Κειάτ' αγάπειν̑ι ψέματα, 'ένηκι ζινgάνους, ντιλεντζ̑ής
(Εκείνος που αγαπούσε τα ψέματα, έγινε γύφτος, ζητιάνος)
Σίλ.
-Dawk.JHS
Γυό φοράς κειάτ' σελ̑εινόσκι τσ̑ην αλήσεια χάν̑-ν̑ει
(Δυό φορές αυτός που ήθελε την αλήθεια χάνει)
Σίλ.
-Dawk.JHS
Κατ' σωρείτι τ' παιρί
(Το παιδί που βλέπετε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τούτους κάτ' ξέβ'κι, ρεν του ξέρου
(Αυτός που βγήκε, δεν τον ξέρω)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Κειάτ' μου ρώκις τ' κιτάπι ψάλλου τα χέλι μέρα
(Το βιβλίο που μου έδωσες το διαβάζω κάθε μέρα)
Σίλ.
-ΔΕΟ
Κάτ’ φορώνω φιστάνι, καινούρ’ είναι
(Το φουστάνι που φοράω είναι καινούργιο)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6