κεκίλι
(ουσ. ουδ.)
κεκίλι
[ceˈcili]
Φάρασ.
κ͑εκ͑ίλι
[kʰeˈkʰili]
Φάρασ.
κεκίλ'
[ceˈcil]
Μαλακ.
κ͑α̈́κ͑ίλι
[kʰæˈkʰili]
Αραβ.
κιακίλ
[caˈcil]
Μισθ.
κικίλι
[ciˈcili]
Φάρασ.
κερκέλ'
[cerˈcel]
Αξ.
κεκίλια
[ceˈciʎa]
Μισθ., Σινασσ.
Πληθ.
κ͑εκίλια
[kʰeˈciʎa]
Μισθ., Σινασσ.
κεκέλια
[ceˈceʎa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. kakül = φράντζα, τούφα μαλλιού, όπου και διαλεκτ. τύπ. kekil.
1. Τούφα μαλλιού κεφαλής, φράντζα, τσουλούφι, αφέλεια
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Πιέσ' τον κάλι 'σ' το κεκίλι
(Πιάσε τον φαλακρό από τα μαλλιά˙ για όποιον ματαιοπονεί επιζητώντας κέρδος από κάτι λιγοστό)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Έι, κρέμασες το κεκίλι
αντί μαύρο σταφύλι
(Έι, κρέμασες το τσουλούφισαν μαύρο σταφύλι) Φάρασ. -ΚΜΣ-Τραγ. Συνών. μπερτσέμι
αντί μαύρο σταφύλι
(Έι, κρέμασες το τσουλούφισαν μαύρο σταφύλι) Φάρασ. -ΚΜΣ-Τραγ. Συνών. μπερτσέμι
2. Γενικότ., μαλλιά ή τρίχωμα
Φάρασ.
3. Χαίτη αλόγου
Αξ., Μισθ.