ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κεκίλι (ουσ. ουδ.) κεκίλι [ceˈcili] Φάρασ. κ͑εκ͑ίλι [kʰeˈkʰili] Φάρασ. κεκίλ' [ceˈcil] Μαλακ. κ͑α̈́κ͑ίλι [kʰæˈkʰili] Αραβ. κιακίλ [caˈcil] Μισθ. κικίλι [ciˈcili] Φάρασ. κερκέλ' [cerˈcel] Αξ. κεκίλια [ceˈciʎa] Μισθ., Σινασσ. Πληθ. κ͑εκίλια [kʰeˈciʎa] Μισθ., Σινασσ. κεκέλια [ceˈceʎa] Μαλακ. Από το τουρκ. ουσ. kakül = φράντζα, τούφα μαλλιού, όπου και διαλεκτ. τύπ. kekil.
1. Τούφα μαλλιού κεφαλής, φράντζα, τσουλούφι, αφέλεια ό.π.τ. : || Παροιμ. Πιέσ' τον κάλι 'σ' το κεκίλι (Πιάσε τον φαλακρό από τα μαλλιά˙ για όποιον ματαιοπονεί επιζητώντας κέρδος από κάτι λιγοστό) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Έι, κρέμασες το κεκίλι
αντί μαύρο σταφύλι
(Έι, κρέμασες το τσουλούφισαν μαύρο σταφύλι) Φάρασ. -ΚΜΣ-Τραγ.
Συνών. μπερτσέμι
2. Γενικότ., μαλλιά ή τρίχωμα Φάρασ.
3. Χαίτη αλόγου Αξ., Μισθ.
4. Λειρί πετεινού Φάρασ. Συνών. κάγια, λειρί, φάμπουλο