κελέκι
(ουσ. ουδ.)
κ̔ελέκ’
[kʰeˈlek]
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Φλογ.
κελέτσ'
[ceˈlets]
Τσαρικ.
κ͑αλάκι
[kʰaˈlaci]
Φάρασ.
καλάκ'
[kaˈlac]
Αφσάρ.
κιαλάτσ'
[caˈlats]
Μισθ.
Πληθ.
τσαλάχα
[tsaˈlaxa]
Τελμ.
Από το τουρκ. ουσ. kelek (< περσ. kālak) = άγουρο πεπόνι.
1. Αγουροπέπονο ή πεπόνι
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Τελμ., Φάρασ., Φλογ.
:
Mποίκι ντιλίμια ντου κιαλάτσ'
(Kόψε φέτες το πεπόνι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σο νεγγιριώνα σπείρνουμε κ̔ελέκια
(Στο μποστάνι σπέρνουμε πεπόνια)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Εσπέρναμε για το σπίτι καλάκι
(Σπέρναμε για το σπίτι πεπόνια)
Φάρασ.
-ΙΛΝΕ 1171
Να πάρουμ’ και τα φσ̑άχα ένα λίτρα τσαλάχα και με το βακούτσι τ’ να 'υρίσουμ’ σο σπίτσι μας
(Να πάρουμε και για τα παιδιά μιά λίτρα πεπονάκια και με το σούρουπο να γυρίσουμε στο σπίτι μας)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
γαβούνι, ντιβλέκι, χειμωνικός
2. Καρπούζι
Φάρασ.
:
Καλακού ζωμί
(Χυμός καρπουζιού)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.