ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χειμωνικός (ουσ.) σ̑ειμωνικός [ʃimoniˈkos] Σίλ. χειμωνικό [çimoniˈko] Αραβαν. σ̑ειμωνικό [ʃimoniˈko] Σινασσ. σ̑αμωνικό [ʃamoniˈko] Φάρασ. σ̑αμανικό [ʃamaniˈko] Φάρασ. σ̑αμανίκο [ʃamaˈniko] Φάρασ. σ̑ειμωκό [ʃimoˈko] Σινασσ. σ̑ειμικό [ʃimiˈko] Σινασσ. Από το μεσν. επιθ. χειμωνικός = χειμωνιάτικος. H σημ. 1 μαρτυρείται ήδη κατά την μεσν. περίοδο στην Καππ. (Golden 1985). Η σημ. 2 νεότ., λόγω του ότι το συγκεκριμένο είδος πεπονιού με παχιά φλούδα μπορούσε να διατηρηθεί και τον χειμώνα. Ο τύπ. σ̑αμανικό με επίδρ. του τουρκ. ουσ. şamama = μικρό αρωματικό πεπόνι, το οπ. από το ελλ. χειμωνικό (Tietze 1955: 244).
1. Ως επίθ., χειμωνιάτικος Σίλ.
2. Ως ουσ., είδος πεπονιού ό.π.τ. : Έφαγα σ̑αμανικά (Έφαγα πεπόνια) Φάρασ. -Dawk. Συνών. γαβούνι, κελέκι
β. Καρπούζι Φάρασ. : || Παροιμ. Τα δύο σ̑αμανικά 'ς α μασκάλη τζ̑ο χωρούνε (Τα δυο καρπούζια σε μιά μασκάλη δεν χωράνε ˙ Δυο καρπούζια σε μιά μασχάλη δεν χωρούνε) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
3. Ως ουσ., δωμάτιο όπου βρίσκεται εγκατεστημένο το ταντούρι, το οπ. προσέφερε και θέρμανση το χειμώνα Αραβαν., Σινασσ. : Aπο νωρίς ούλοι μας σωρεύταμ' στο σ̑ειμωκό (Aπό νωρίς όλοι μας μαζευτήκαμε στο δωμάτιο του ταντουριού) Σινασσ. -Λεύκωμα Συνών. ταντουριώνα, ταντουρόχειλο