χειμωνιάζει
(ρ. απρόσ.)
χειμωνιάζει
[çimoˈɲazi]
Γούρδ.
Από το νεότ. ρ. χειμωνιάζω, το οπ. από το αρχ. ουσ. χειμών και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζει.
Αρχίζει, έρχεται ο χειμώνας