χαχάτσι
(ουσ. ουδ.)
χαχάτσ̑ι
[xaˈxatʃi]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kakaç = α) αλατισμένα και αποξηραμένα τρόφιμα β) παστράμι γ) για ζώο ή άνθρωπο, πολύ αδύνατος, όπου και διαλεκτ. τύπ. hakaç (THADS, λ. hakaç και kakaç Ι, VII). Η λ. και Θράκ. με τον τύπ. κακάτσι.
1. Μακρόστενο τεμάχιο στεγνωμένου κρέατος
:
Τσίπ είχαν τα χαζίρα, ξερά παλτιρτσάνα, κοβλεμέζι, χαχάτσα δεβασμένα σην κωστή, χερ το σέι
(Όλα τα είχαν έτοιμα, ξεραμένες μελιτζάνες, φασολάκια, κρέατα περασμένα στην κλωστή, όλα τα πράγματα)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
2. Μτφ., ψηλός και λεπτός άνθρωπος