ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαχάτσι (ουσ. ουδ.) χαχάτσ̑ι [xaˈxatʃi] Τσουχούρ., Φάρασ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kakaç = α) αλατισμένα και αποξηραμένα τρόφιμα β) παστράμι γ) για ζώο ή άνθρωπο, πολύ αδύνατος, όπου και διαλεκτ. τύπ. hakaç (THADS, λ. hakaç και kakaç Ι, VII). Η λ. και Θράκ. με τον τύπ. κακάτσι.
1. Μακρόστενο τεμάχιο στεγνωμένου κρέατος : Τσίπ είχαν τα χαζίρα, ξερά παλτιρτσάνα, κοβλεμέζι, χαχάτσα δεβασμένα σην κωστή, χερ το σέι (Όλα τα είχαν έτοιμα, ξεραμένες μελιτζάνες, φασολάκια, κρέατα περασμένα στην κλωστή, όλα τα πράγματα) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.
2. Μτφ., ψηλός και λεπτός άνθρωπος