χειμώνει
(ρ. απρόσ.)
σ̑ειμώνει
[ʃimoˈni]
Φάρασ.
Από το ουσ. χειμός, όπου και τύπ. σ̑ειμός και το παραγωγ. επίθμ. -ώνει.
Αρχίζει, έρχεται ο χειμώνας