ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαχαρίζω (ρ.) χαχαρίζω [xaxaˈrizo] Φερτάκ. Από το μεσν. ρ. χαρχαρίζω = γελώ (πβ. Νικόλ. Ὑδρ. 6.17 «Ταῦτα δ’ αὐτοῦ εἰπόντος ἤρξαντο γαυριᾶν οἱ ἕτεροι καὶ χαρχαρίζειν ἀκράτητα» με ανομοιωτική αποβολή του [r]. Πβ. και νεότ. ουσ. χάχαρα = γέλια.
Χαχανίζω, καγχάζω