χάφτισμα
(ουσ. ουδ.)
χάφτισμα
[ˈxaftizma]
Σινασσ.
Από το ουσ. χάφτι, το οπ. από το αμάρτ. ρ. χαφτίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Πότισμα
Συνών.
αρδέψιμο