ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χεγκιντί (επιφ.) χεgιdί [çeɟiˈdi] Φάρασ. Από το τουρκ. διαλεκτ. επιφων. heğri όπου και τύπ. hegidi ‘επιφώνημα που εκφράζει ποικίλα συναισθήματα, Θεέ μου, κοίτα!’ (THADS, λ. heğri).
Χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με κλητικές προκειμένου να δοθεί ένας τόνος οικειότητας : Αμάνι, χεgιdί πουλί, εγώ π' αν ντα οίκω; (Αμάν, πουλί μου, εγώ τι να τα κάνω (αυτά που μου έδωσες;)) Φάρασ. -Dawk.