χειμός
(ουσ. αρσ.)
χειμώνας
[çiˈmonas]
Μισθ., Σινασσ.
χειμός
[çiˈmos]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σινασσ., Τροχ.
χειμό
[çiˈmo]
Ουλαγ.
σ̑ειμός
[ʃiˈmos]
Ανακ., Αφσάρ., Κίσκ., Μαλακ., Ποτάμ., Σατ., Σίλ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ.
σ̑ουμός
[ʃuˈmos]
Σίλ.
Εν. Γεν.
σ̑ειμωνούς
[ʃimoˈnus]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. χειμός από το αρχ. χειμών με μεταπλ. σε -ός αναλογ. προς άλλα ουσ. σε -ός. Ο τύπ. χειμώνας πιθ. από επίδρ. της κοινής ν.ε
Χειμώνας
ό.π.τ.
:
Μι τ' χρώστα πέρναναμ' ούλου μέρα ντου χειμό
(Με τον αργαλειό περνούσαμε όλη την ημέρα του χειμώνα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Απ' ερυό χρόνια σόγνα, ήτον χειμό
(Μετά από δυο χρόνια, ήταν (πάλι) χειμώνας)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Φέτου πολύ σ̑ειμό ποίκι
(Φέτος έκανε βαρύ χειμώνα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Σαμού ήρτ͑ιν ο σ̑ειμός ένdουν πολύ ζι-άνι σα χαϊβάνα
(Όταν ήρθε ο χειμώνας, έγινε μεγάλη ζημιά στα ζώα)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
Να μπαγiρτζ̑ίεις, να τσ̑αλiσ̑ίεις, να μπιρικiρτζ̑ίεις να φάεις το σ̑ουμό
(Ας μη φώναζες, να δουλέψεις, να μαζέψεις (για) να (έχεις να) φας τον χειμώνα (είπε ο τζίτζικας στο μυρμήγκι))
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ήτουν σ̑ειμωνούς ταρός
(Ήταν χειμώνας καιρός)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Φρ.
Σειμός μπασ̑λάισ̑ι να τουρτσίσει τα πλάια του
(Ο χειμώνας άρχισε να βάζει τα πόδια του˙ Άρχισε ο χειμώνας)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Παροιμ.
Ήρτεν τ' Αγιο-Δηρμητιού, 'σέμεν χειμός
(Ήρθε του Αγίου Δημητρίου, μπήκε χειμώνας˙ Λεγόταν σε περιοχές όπου χειμώνιαζε κάπως πρόωρα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ήρτε Εζ-Δρεμήτηζ, 'ήρτ' ο σ̑ειμός
(Ήρθε του Αγίου Δημητρίου, μπήκε χειμώνας˙ Λεγόταν σε περιοχές όπου χειμώνιαζε κάπως πρόωρα)
Φάρασ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Από Μαρτιού καλοκαίρι κι από Αύγουστο χειμώνα
Σινασσ.
-Αρχέλ.