ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαχτώ (ρ.) qαγτώ [qaɣˈto] Φλογ. χαχτώ [xaˈxto] Μισθ., Σίλ., Σινασσ. χαχτού [xaˈxtu] Ουλαγ. χαχτιέου [xaxtiˈeou] Φάρασ. Αόρ. χάχσα [ˈxaxsa] Αξ., Ουλαγ. Εν. Αόρ. γ' qάq’σεν [ˈqaqsen] Ουλαγ. Προστ. χάχτα [ˈxaxta] Αξ., Μισθ. Παθ. Εν. χαχτσ̑έμαι [xaxtˈʃeme] Αραβαν. Αόρ. χαχτσ̑ήρα [xaxtˈʃira] Αραβαν. Από το τουρκ. ρ. kakmak = α) μπήγω β) σπρώχνω γ) κλοτσώ δ) μαχαιρώνω (TSS, λ. kakmak), όπου και διαλεκτ. τύπ. hahmak.
1. Ρίχνω, χώνω ή μπήγω μέσα σε κάτι ό.π.τ. : Ντ' άλλον ντο ναίκα ντο Ανάσ̑α χάχσεν ντο ντο ντενίζ' (Η άλλη η γυναίκα την Αναστασία την πέταξε στη θάλασσα) Ουλαγ. -Κεσ. Χάχτα δου απέσ' (Μπήξ' το μέσα) Ατλι̂́ς χαχτσ̑ήρη ντουσ̑μανιού το ασκέρ' απέσω (Ο καβαλάρης μπήκε μέσα στον εχθρικό στρατό) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Νασ̑' τα χάχτσισις; Σε τα τσ̑ατλατσίζ (Γιατί τα στρίμωξες; Θα τα σκάσεις) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Γυρίστη, χάχ'σιν ντου σου γκώλου τ' (Γύρισε, το έχωσε στον κώλο του) Μισθ. -Μακρ. 'τον βραδυάσ̑' σωρόβ'νε τα αγκάλια, qαγτούν τα σο βοκόν' (Όταν βραδιάσει, μαζεύουν τα δεμάτια, τα ρίχνουν στη θημωνιά) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 || Φρ. Χάχσαν το γουργούρι τ' 'ς χελιά (Έσπρωξαν τον λαιμό του στην θηλιά˙ Του πέρασαν την θηλιά στον λαιμό) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Χαχτώ τ' τσιλίκα σ' (Σπρώχνω το μουνί σου˙ ύβρις) Μισθ. -Κοτσαν. Χαχτώ φίτια (Βάζω φίδια˙ Σπέρνω την διχόνοια) Μισθ. -Κοτσαν. || Παροιμ. Το βολόν' χάχτα το σ̑ιφτάχ' σο γιαυτό σ' και σόνgρα το σακ'ράφ' σο χώρα (Μπήξε πρώτα στον εαυτό σου την βελόνα κι ύστερα την σακοράφα στον ξένο˙ Δοκίμασε πρώτα στον εαυτό σου σε μικρότερο βαθμό το κακό κι ύστερα κάν' το στον άλλο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. μουχτάω, παραχώνω, σέρνω, σοκτώ
2. Κρύβω Μισθ. Συνών. γαϊπώνω, μουλλώνω
3. Χτυπώ, κοπανώ Φάρασ. : Χαχτιέου σο τσ̑ουφάλι (Χτυπώ το κεφάλι) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ.
β. Κλοτσώ Σινασσ.
γ. Αλληλοχτυπιέμαι Αραβαν.
4. Αποδίδω ευθύνες σε κάποιον Σίλ. : Τσ̑ον καν φτσάνει, χαχτά τα μένα (Ό,τι κι αν κάνει, τα ρίχνει σε μένα) Σίλ. -Κωστ.Σ.