χαχτώ
(ρ.)
qαγτώ
[qaɣˈto]
Φλογ.
χαχτώ
[xaˈxto]
Μισθ., Σίλ., Σινασσ.
χαχτού
[xaˈxtu]
Ουλαγ.
χαχτιέου
[xaxtiˈeou]
Φάρασ.
Αόρ.
χάχσα
[ˈxaxsa]
Αξ., Ουλαγ.
Εν. Αόρ. γ'
qάq’σεν
[ˈqaqsen]
Ουλαγ.
Προστ.
χάχτα
[ˈxaxta]
Αξ., Μισθ.
Παθ. Εν.
χαχτσ̑έμαι
[xaxtˈʃeme]
Αραβαν.
Αόρ.
χαχτσ̑ήρα
[xaxtˈʃira]
Αραβαν.
Από το τουρκ. ρ. kakmak = α) μπήγω β) σπρώχνω γ) κλοτσώ δ) μαχαιρώνω (TSS, λ. kakmak), όπου και διαλεκτ. τύπ. hahmak.
1. Ρίχνω, χώνω ή μπήγω μέσα σε κάτι
ό.π.τ.
:
Ντ' άλλον ντο ναίκα ντο Ανάσ̑α χάχσεν ντο ντο ντενίζ'
(Η άλλη η γυναίκα την Αναστασία την πέταξε στη θάλασσα)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Χάχτα δου απέσ'
(Μπήξ' το μέσα)
Ατλι̂́ς χαχτσ̑ήρη ντουσ̑μανιού το ασκέρ' απέσω
(Ο καβαλάρης μπήκε μέσα στον εχθρικό στρατό)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Νασ̑' τα χάχτσισις; Σε τα τσ̑ατλατσίζ
(Γιατί τα στρίμωξες; Θα τα σκάσεις)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Γυρίστη, χάχ'σιν ντου σου γκώλου τ'
(Γύρισε, το έχωσε στον κώλο του)
Μισθ.
-Μακρ.
'τον βραδυάσ̑' σωρόβ'νε τα αγκάλια, qαγτούν τα σο βοκόν'
(Όταν βραδιάσει, μαζεύουν τα δεμάτια, τα ρίχνουν στη θημωνιά)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
|| Φρ.
Χάχσαν το γουργούρι τ' 'ς χελιά
(Έσπρωξαν τον λαιμό του στην θηλιά˙ Του πέρασαν την θηλιά στον λαιμό)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Χαχτώ τ' τσιλίκα σ'
(Σπρώχνω το μουνί σου˙ ύβρις)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Χαχτώ φίτια
(Βάζω φίδια˙ Σπέρνω την διχόνοια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Παροιμ.
Το βολόν' χάχτα το σ̑ιφτάχ' σο γιαυτό σ' και σόνgρα το σακ'ράφ' σο χώρα
(Μπήξε πρώτα στον εαυτό σου την βελόνα κι ύστερα την σακοράφα στον ξένο˙ Δοκίμασε πρώτα στον εαυτό σου σε μικρότερο βαθμό το κακό κι ύστερα κάν' το στον άλλο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
μουχτάω, παραχώνω, σέρνω, σοκτώ
3. Χτυπώ, κοπανώ
Φάρασ.
:
Χαχτιέου σο τσ̑ουφάλι
(Χτυπώ το κεφάλι)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
β.
Κλοτσώ
Σινασσ.
γ.
Αλληλοχτυπιέμαι
Αραβαν.
4. Αποδίδω ευθύνες σε κάποιον
Σίλ.
:
Τσ̑ον καν φτσάνει, χαχτά τα μένα
(Ό,τι κι αν κάνει, τα ρίχνει σε μένα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.