χειμωνιάτικος
(επίθ.)
χειμωνιάτ'κο
[çimoˈɲatko]
Αξ.
χειμωνιάτικου
[çimoˈɲatiku]
Μισθ.
σ̑ειμωνιάτικο
[ʃimoˈɲatiko]
Σινασσ.
Νεότ. επίθ. χειμωνιάτικος, από το ουσ. χειμώνας και το παραγωγ. επίθμ. -ιάτικος.
1. Που έχει σχέση με τον χειμώνα, που ταιριάζει ή που θα ταίριαζε στον χειμώνα
Αξ., Σινασσ.
2. (Επιρρ.) χειμωνιάτικα
Μισθ.
:
Χειμωνιάτικου ντα τσαλούια ξέβαλαν τσιτσ̑άς
(Χειμωνιάτικα τα δέντρα έβγαλαν άνθη)
Μισθ.
-Κοτσαν.