ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χειμωνιάτικος (επίθ.) χειμωνιάτ'κο [çimoˈɲatko] Αξ. χειμωνιάτικου [çimoˈɲatiku] Μισθ. σ̑ειμωνιάτικο [ʃimoˈɲatiko] Σινασσ. Νεότ. επίθ. χειμωνιάτικος, από το ουσ. χειμώνας και το παραγωγ. επίθμ. -ιάτικος.
1. Που έχει σχέση με τον χειμώνα, που ταιριάζει ή που θα ταίριαζε στον χειμώνα Αξ., Σινασσ.
2. (Επιρρ.) χειμωνιάτικα Μισθ. : Χειμωνιάτικου ντα τσαλούια ξέβαλαν τσιτσ̑άς (Χειμωνιάτικα τα δέντρα έβγαλαν άνθη) Μισθ. -Κοτσαν.