ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χειρομυλίζω (ρ.) χειρ'μυλίζω [çirmi'lizo] Αξ. σ̑ουλ'μουρίζω [ʃulmuˈrizo] Τσουχούρ., Φάρασ. Από το ουσ. χειρομύλι, όπου και τύπ. σουλμούρι, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Αλέθω στον χειρόμυλο ό.π.τ. : Σουλμουρίσκαν τα σο σουλμούρι να φκάλουν τον πλεούρι τσαι το σιμίνdρι (Το άλεθαν στον χειρόμυλο για να βγάλουν το πληγούρι και το σιμιγδάλι) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Πβ. αλέθω