χειρομυλίζω
(ρ.)
χειρ'μυλίζω
[çirmi'lizo]
Αξ.
σ̑ουλ'μουρίζω
[ʃulmuˈrizo]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το ουσ. χειρομύλι, όπου και τύπ. σουλμούρι, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Αλέθω στον χειρόμυλο
ό.π.τ.
:
Σουλμουρίσκαν τα σο σουλμούρι να φκάλουν τον πλεούρι τσαι το σιμίνdρι
(Το άλεθαν στον χειρόμυλο για να βγάλουν το πληγούρι και το σιμιγδάλι)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Πβ.
αλέθω