ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χέλε (επίρρ.) χελέ [çe'le] Σατ. χέλε [ˈçele] Αραβαν., Ποτάμ., Φκόσ., Φλογ. χαλέ [xaˈle] Φάρασ. χα̈λα̈́ [xæˈlæ] Αφσάρ. Από το τουρκ. επίρρ. hele (< περσ. hale/hala) = κυρίως, όπου και διαλεκτ. τύπ. hale.
Προπάντων, ιδίως ό.π.τ. : Χέλε αβούτσα τα είπε (Προπάντως έτσι το είπε) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Παπά μου, λέν τι κι βρίζεις πολύ κάμα σα τούρτσικα, χελέ τις ’ναίτζες! (Παπά μου, λένε πως βρίζεις τούρκικα πολύ άσκημα, ιδίως τις γυναίκες) Σατ. -Παπαδ.