χέλε
(επίρρ.)
χελέ
[çe'le]
Σατ.
χέλε
[ˈçele]
Αραβαν., Ποτάμ., Φκόσ., Φλογ.
χαλέ
[xaˈle]
Φάρασ.
χα̈λα̈́
[xæˈlæ]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. επίρρ. hele (< περσ. hale/hala) = κυρίως, όπου και διαλεκτ. τύπ. hale.
Προπάντων, ιδίως
ό.π.τ.
:
Χέλε αβούτσα τα είπε
(Προπάντως έτσι το είπε)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Παπά μου, λέν τι κι βρίζεις πολύ κάμα σα τούρτσικα, χελέ τις ’ναίτζες!
(Παπά μου, λένε πως βρίζεις τούρκικα πολύ άσκημα, ιδίως τις γυναίκες)
Σατ.
-Παπαδ.