χελώνι
(ουσ.)
χελών'
[çeˈlon]
Αραβαν.
Από το νεότ. ουσ. χελώνι (Λεξ. Σομ., λ. χελώνα), το οπ. από το αρχ. ουσ. χελώνιον = το καβούκι της χελώνας.
Χελωνίτσα