χέργερντε
(επίρρ.)
χ̇έρ-γιερντέ
['xer-ʝer'de]
Φάρασ.
χέργεdε
[ˈçerʝede]
Ουλαγ.
χ̇α̈́ρ-γιερdα̈́
['xær-ʝer'dæ]
Αφσάρ.
έρ-γερέ
['er-ʝeˈre]
Τσουχούρ., Φάρασ.
α̈́ρ-γιρα̈́
[ˈær-ʝeˈræ]
Αφσάρ.
χερ-γερτέ
[ˈxerʝerˈte]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίρρ. heryerde = παντού, όπου και τύπ. heryere.
Παντού
ό.π.τ.
:
Πατούν ερ-γερέ τό μουχούρι
(Βάζουν σφραγίδα (σφραγίζουν) παντού)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Χεργερτέ σου να κώση τα χωρία ερχούσαντε
(Πανταχόθεν από τα χωριά τριγύρω ερχόντουσαν)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Παροιμ.
Είσ' ανdί κακώνα 'ρνίθι, χ̇έρ-γιερdέ 'νdαράζεσαι
(Είσαι σαν χεσμένη κότα, παντού ανακατώνεσαι˙ Για ανθρώπους που εμπλέκονται σε ύποπτες δουλειές)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
όλο