χερκελές
(ουσ. αρσ.)
χ̇ερκελές
[xerceˈles]
Φάρασ.
χα̈ρκα̈λα̈́ς
[xærcæˈlæ]
Αφσάρ.
α̈ρκα̈λα̈́ς
[ærcæˈlæs]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. ουσ. hergele (< περσ. ḫargala) = α) παλ. σημ. (και διαλεκτ.) κοπάδι αλόγων ή γαϊδουριών β) ατίθασο άλογο γ) μτφ., αλήτης (Tietze 2016: λ. hergele I).
Κοπάδι μεγάλων ζώων, κυρίως αλόγων
ό.π.τ.