ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χερά (επίρρ.) χερά [çeˈra] Μισθ., Ουλαγ. σ̑ερά [ʃeˈra] Ανακ. Από το τουρκ. διαλεκτ. επίθ. heri = αργός (THADS, λ. heri II) και το παραγωγ. επίθμ..
1. Σιγά, αργά Ανακ., Μισθ. : Πουρπάτ' χερά χερά (Περπάτα σιγά σιγά) Μισθ. -Κοτσαν. Χερά χερά είπι ντα, να γιορούλντισ̑' (Σιγά σιγά, πες του· αλλιώς θα κουραστεί) Μισθ. -Φατ. Συνών. αγάλια :1, αργά :1, αργά :2, βαριά, γιαβάς
2. Ήσυχα Ουλαγ. : Χερά στα (Κάτσε ήσυχα) Ουλαγ. -Dawk. Συνών. ήμερα, ραχάτια :1