χερά
(επίρρ.)
χερά
[çeˈra]
Μισθ., Ουλαγ.
σ̑ερά
[ʃeˈra]
Ανακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. επίθ. heri = αργός (THADS, λ. heri II) και το παραγωγ. επίθμ. -α.