χερεκλέντημα
(ρ.)
σερεκλέdημα
[sere'kledima]
Τροχ.
Από το ρ. χερεκλεντίζω, όπου και τύπ. σερεκλεdώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Η ενέργεια του χερεκλεντώ