ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χέρι (II) (ουσ. ουδ.) χέρι [ˈçeri] Μισθ., Φλογ. Υποχωρητικός σχηματ. από το ρ. θερίζω, όπου και τύπ. χερίζω.
Η λουρίδα του χωραφιού που ισοδυναμούσε στο πλάτος με 4-5 βήματα, το οποίο κάποιος αναλάμβανε να θερίσει ή να σκάψει Μισθ. : Ξεκίνα ένα χέρ' (Ξεχέρσωσε ένα τμήμα του χωραφιού) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812