χέρι (II)
(ουσ. ουδ.)
χέρι
[ˈçeri]
Μισθ., Φλογ.
Υποχωρητικός σχηματ. από το ρ. θερίζω, όπου και τύπ. χερίζω.
Η λουρίδα του χωραφιού που ισοδυναμούσε στο πλάτος με 4-5 βήματα, το οποίο κάποιος αναλάμβανε να θερίσει ή να σκάψει
Μισθ.
:
Ξεκίνα ένα χέρ'
(Ξεχέρσωσε ένα τμήμα του χωραφιού)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812