ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χερίφος (ουσ. αρσ.) χερίφος [çeˈrifos] Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Τελμ., Τροχ., Φλογ. χερίφους [çeˈrifus] Μαλακ. χερίφης [çeˈrifis] Σεμέντρ. ερίφης [eˈrifis] Σίλ. χερίφ' [çeˈrif] Σεμέντρ. Αιτ. Εν. χερίφονα [çeˈrifona] Αραβαν. Από το τουρκ. ουσ. herif = άντρας, τύπος, όπου και διαλεκτ. τύπ. erif.
1. Άνθρωπος, άτομο ό.π.τ. : Εκεί σο χωριό ήτουν ένα χερίφος (Εκεί στο χωριό ήταν ένας άνθρωπος) Τελμ. -Dawk. Eτό χερίφος ήνοιξέ με (Αυτός ο άνθρωπος μου άνοιξε) Αραβαν. -Dawk. Σόναdαν ιτό ντο χερίφος ήρτε ντο σπίτι τ (Μετά αυτός ο άνθρωπος ήρθε σπίτι του) Ουλαγ. -Dawk. Ένα χερίφος έγισ̑γκε ένα φσ̑άχ (Ένας άνθρωπος είχε ένα παιδί) Ουλαγ. -Dawk. Κειότον ένα γιορόν χερίφος (Ήταν ένας ηλικιωμένος άνθρωπος) Φλογ. -Dawk. Χερίφος γένεν γαΐπ (Ο άνθρωπος εξαφανίστηκε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. άθρωπος, κανείς, νομάτης :1, ογλάν, πρόσωπο, ψυχή :5
2. Άντρας Αξ., Αραβαν., Σεμέντρ. : Όνdενε έφαγαν γκαι σ̑ηκώραν, χερίφος έκοψε ένα ντιλίμ ψωμί κι έdωκεν ντο σο καμήλ' (Όταν έφαγαν και σηκώθηκαν, ο άντρας έκοψε μία φέτα ψωμί και το έδωσε στην καμήλα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. άθρωπος, άντρας, σερνικός :2
3. Σύζυγος Ουλαγ., Σεμέντρ. Συνών. άντρας, αφέντης, νομάτης :2, σερνικός :3