χερίφος
(ουσ. αρσ.)
χερίφος
[çeˈrifos]
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Τελμ., Τροχ., Φλογ.
χερίφους
[çeˈrifus]
Μαλακ.
χερίφης
[çeˈrifis]
Σεμέντρ.
ερίφης
[eˈrifis]
Σίλ.
χερίφ'
[çeˈrif]
Σεμέντρ.
Αιτ. Εν.
χερίφονα
[çeˈrifona]
Αραβαν.
Από το τουρκ. ουσ. herif = άντρας, τύπος, όπου και διαλεκτ. τύπ. erif.
1. Άνθρωπος, άτομο
ό.π.τ.
:
Εκεί σο χωριό ήτουν ένα χερίφος
(Εκεί στο χωριό ήταν ένας άνθρωπος)
Τελμ.
-Dawk.
Eτό χερίφος ήνοιξέ με
(Αυτός ο άνθρωπος μου άνοιξε)
Αραβαν.
-Dawk.
Σόναdαν ιτό ντο χερίφος ήρτε ντο σπίτι τ
(Μετά αυτός ο άνθρωπος ήρθε σπίτι του)
Ουλαγ.
-Dawk.
Ένα χερίφος έγισ̑γκε ένα φσ̑άχ
(Ένας άνθρωπος είχε ένα παιδί)
Ουλαγ.
-Dawk.
Κειότον ένα γιορόν χερίφος
(Ήταν ένας ηλικιωμένος άνθρωπος)
Φλογ.
-Dawk.
Χερίφος γένεν γαΐπ
(Ο άνθρωπος εξαφανίστηκε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
άθρωπος, κανείς, νομάτης :1, ογλάν, πρόσωπο, ψυχή :5
2. Άντρας
Αξ., Αραβαν., Σεμέντρ.
:
Όνdενε έφαγαν γκαι σ̑ηκώραν, χερίφος έκοψε ένα ντιλίμ ψωμί κι έdωκεν ντο σο καμήλ'
(Όταν έφαγαν και σηκώθηκαν, ο άντρας έκοψε μία φέτα ψωμί και το έδωσε στην καμήλα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
άθρωπος, άντρας, σερνικός :2