χερχαλτέ
(επίρρ.)
χ̇ερχαλτέ
[xerxalˈte]
Φάρασ.
χ̇έρχαλντα
[ˈxerxalda]
Αξ., Τροχ.
Από την τουρκ. φρ. her halde = α) σε κάθε περίπτωση β) σίγουρα, οπωσδήποτε γ) πιθανώς (Tietze 2016, herhal / her halde).
1. Οπωσδήποτε, σίγουρα
Φάρασ.
:
Χ̇ερχαλτέ το κορτζόκκο ήτουν δασκαλεμένο 'ς τον τατά του
(Σίγουρα το κοριτσάκι ήταν δασκαλεμένο από τον πατέρα του)
Φάρασ.
-Παπαδ.
2. Πιθανώς
Αξ., Τροχ.
:
Χ̇έρχαλντα να έρθ’νε
(Μπορεί να έρθουν)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555