ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χερχαλτέ (επίρρ.) χ̇ερχαλτέ [xerxalˈte] Φάρασ. χ̇έρχαλντα [ˈxerxalda] Αξ., Τροχ. Από την τουρκ. φρ. her halde = α) σε κάθε περίπτωση β) σίγουρα, οπωσδήποτε γ) πιθανώς (Tietze 2016, herhal / her halde).
1. Οπωσδήποτε, σίγουρα Φάρασ. : Χ̇ερχαλτέ το κορτζόκκο ήτουν δασκαλεμένο 'ς τον τατά του (Σίγουρα το κοριτσάκι ήταν δασκαλεμένο από τον πατέρα του) Φάρασ. -Παπαδ.
2. Πιθανώς Αξ., Τροχ. : Χ̇έρχαλντα να έρθ’νε (Μπορεί να έρθουν) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555