χέρκες
(αντων.)
χ̇ερκ͑ές
[xerˈkʰes]
Φάρασ., Φλογ.
χ̇α̈ρκ͑ές
[xærˈkʰes]
Φάρασ.
χ̇α̈ρκ͑α̈́ς
[xærˈkʰæs]
Αφσάρ.
χαρκές
[xarˈces]
Φάρασ.
χέρκις
[ˈçercis]
Ουλαγ.
ερκ͑ές
[erˈkʰes]
Τσουχούρ., Φάρασ.
α̈ρκ͑α̈́ς
[ærˈkʰæs]
Αφσάρ.
χέρκες
['xerces]
Αραβαν., Σίλ., Φκόσ.
χα̈́ρκα̈ς
[ˈxærkæs]
Μισθ.
α̈́ρκα̈ς
[ˈærkæs]
Μισθ.
Γεν.
χέρκεζιου
[ˈçerkezʝu]
Αραβαν.
Αιτ. Εν.
χερτέναν
[çer'tenan]
Σίλ.
Από την τουρκ. αντων. herkes = καθένας. Πβ. την αζέρικη αντων. här käs.
Καθένας
ό.π.τ.
:
Ατάμογλου, σα είπα κι, χερκές σου λέ' τα καdζ̑ία τι μου 'κρους
(Ανθρωπάκο, σου είπα ότι, μην ακούς τα λόγια που σου λέει ο καθένας)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Χερκές να πά σο σπήλο του
(Ο καθένας να πάει στην σπηλιά του)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Χιάρκιας ξεύρ΄ ντου σουζουτ΄ τ'
(O καθένας ξέρει τον πόνο του)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Χα̈́ρκιας πήι σου σπίτι τ', ντα χτηνά ούλα πήαν σα τόπουϊα τ'νι
(Ο καθένας πήγε στο σπίτι του, τα αγελάδια όλα πήγαν στον τόπο τους)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ρώννει χερ τ' έναν ντους οπ' ρέκα σ̑ιλιάραζ γρούσ̑α
(Δίνει στον καθένα τους από δέκα χιλιάδες γρόσια)
Σίλ.
-Dawk.
Ερκές είσ̑ινι τσ̑αι αν ποτούτσ̑ι 'ντάμα του
(Ο καθένας είχε και ένα ποτήρι μαζί του)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Χέρκες ξέρει τση ζουλειάν του
(Ο καθένας ξέρει τη δουλειά του)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Eμείς έπ'καμ' σε μπελλΰ χέρκεζιού μας τον τόπο
(Εμείς σου φανερώσαμε του καθενός μας τον τόπο)
Αραβαν.
-Φωστ.
|| Παροιμ.
χ̇α̈ρκές κλαί' του 'τσ̑είνου τον ψόφο
(Καθένας κλαίει τον δικό του πεθαμένο˙ Ως απάντηση σε εκείνους που για να παρηγορήσουν κάποιον αναφέρονται στα δικά τους βάσανα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
καθαένας, πάντονα