ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χέρκες (αντων.) χ̇ερκ͑ές [xerˈkʰes] Φάρασ., Φλογ. χ̇α̈ρκ͑ές [xærˈkʰes] Φάρασ. χ̇α̈ρκ͑α̈́ς [xærˈkʰæs] Αφσάρ. χαρκές [xarˈces] Φάρασ. χέρκις [ˈçercis] Ουλαγ. ερκ͑ές [erˈkʰes] Τσουχούρ., Φάρασ. α̈ρκ͑α̈́ς [ærˈkʰæs] Αφσάρ. χέρκες ['xerces] Αραβαν., Σίλ., Φκόσ. χα̈́ρκα̈ς [ˈxærkæs] Μισθ. α̈́ρκα̈ς [ˈærkæs] Μισθ. Γεν. χέρκεζιου [ˈçerkezʝu] Αραβαν. Αιτ. Εν. χερτέναν [çer'tenan] Σίλ. Από την τουρκ. αντων. herkes = καθένας. Πβ. την αζέρικη αντων. här käs.
Καθένας ό.π.τ. : Ατάμογλου, σα είπα κι, χερκές σου λέ' τα καdζ̑ία τι μου 'κρους (Ανθρωπάκο, σου είπα ότι, μην ακούς τα λόγια που σου λέει ο καθένας) Φάρασ. -Παπαδ. Χερκές να πά σο σπήλο του (Ο καθένας να πάει στην σπηλιά του) Φάρασ. -Παπαδ. Χιάρκιας ξεύρ΄ ντου σουζουτ΄ τ' (O καθένας ξέρει τον πόνο του) Μισθ. -Κοτσαν. Χα̈́ρκιας πήι σου σπίτι τ', ντα χτηνά ούλα πήαν σα τόπουϊα τ'νι (Ο καθένας πήγε στο σπίτι του, τα αγελάδια όλα πήγαν στον τόπο τους) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ρώννει χερ τ' έναν ντους οπ' ρέκα σ̑ιλιάραζ γρούσ̑α (Δίνει στον καθένα τους από δέκα χιλιάδες γρόσια) Σίλ. -Dawk. Ερκές είσ̑ινι τσ̑αι αν ποτούτσ̑ι 'ντάμα του (Ο καθένας είχε και ένα ποτήρι μαζί του) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Χέρκες ξέρει τση ζουλειάν του (Ο καθένας ξέρει τη δουλειά του) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Eμείς έπ'καμ' σε μπελλΰ χέρκεζιού μας τον τόπο (Εμείς σου φανερώσαμε του καθενός μας τον τόπο) Αραβαν. -Φωστ. || Παροιμ. χ̇α̈ρκές κλαί' του 'τσ̑είνου τον ψόφο (Καθένας κλαίει τον δικό του πεθαμένο˙ Ως απάντηση σε εκείνους που για να παρηγορήσουν κάποιον αναφέρονται στα δικά τους βάσανα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. καθαένας, πάντονα