χέρχαλ
(επίρρ.)
χέρχαλ
[ˈçerxal]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίρρ. herhal = α) σε κάθε περίπτωση β) σίγουρα, οπωσδήποτε γ) πιθανώς (Tietze 2016, herhal / her halde).
Οπωσδήποτε, σίγουρα
:
Χέρχαλ μούασάν ντα μάχσους να με φάνε μένα
(Σίγουρα τα έκρυψαν επίτηδες (ενν. τα φίδια) για να με φάνε εμένα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
χερχαλτέ