χερώνα
(επίθ.)
σ̑ερώνα
[ʃeˈrona]
Φάρασ.
Από το ουσ. χέρι, όπου και τύπ. σ̑έρι, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Ο σχετικός με το χέρι
Φάρασ.